- κανδηλίτσα
- ηβλ. καντηλίτσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καντηλίτσα — και κανδηλίτσα, η [καντήλι] συσκευή που αναρτάται στις πλευρές τού πλοίου και στην οποία στέκεται ο εργάτης για να τό επισκευάσει ή να τό χρωματίσει … Dictionary of Greek